Ο πιανίστας Γεβγένιυ Κίσιν μιλάει για τη μουσική (απόσπασμα)

(Επιμέλεια: Χαράλαμπος Παναγιωτόπουλος)

[Σχόλιο μεταφραστή: Ο Γεβγένιυ Κίσιν, διακεκριμένος Ρώσος κλασικός πιανίστας, είχε χαρατηριστεί από πολύ μικρή ηλικία ως "παιδί θαύμα". Η ιδιαίτερη σχέση του με τη μουσική μας αποκαλύπτεται σε συνέντευξη που έδωσε στο Μάξιμ Ράιντερ, στις 7
Ιανουαρίου 2011.]

Μάξιμ Ράιντερ: Μπήκατε στο χώρο της επαγγελματικής μουσικής σε πολύ νεαρή ηλικία. Πώς νιώσατε ως παιδί με το να έχετε ξαφνικά πολλούς ενήλικους γύρω σας, να αντιδρούν με ενθουσιασμό στις παραστάσεις σας;

Γεβγένιυ Κίσιν: Μου φαινόταν τελείως φυσικό επειδή το να παίζω μουσική ήταν η αγαπημένη μου δραστηριότητα από την πρώιμη παιδική μου ηλικία. Δεν νομίζω πως ενδιαφερόμουν πολύ για την «ενθουσιώδη αντίδραση» των ακροατών μου, όμως πάντα μου άρεσε πολύ να παίζω για άλλους ανθρώπους. Στο πρώτο μου σόλο ρεσιτάλ, το οποίο έδωσα στο Composers’ House στη Μόσχα όταν ήμουν 11 και μισό, έπρεπε πολλές θέσεις να τοποθετηθούν στη σκηνή επειδή υπήρχαν μόνο 600 θέσεις στην αίθουσα, και ήρθαν πολλού περισσότεροι άνθρωποι. Όταν η δασκάλα πιάνου μου, η Άννα Κάντορ, με ρώτησε έπειτα αν τα μέλη του κοινού που κάθονταν στη σκηνή γύρω μου με διατάρασσαν, εξέφρασα αμέσως το πώς ένιωθα: «Όχι, με βοηθούσαν!». Μερικά χρόνια πριν, όταν άρχισα να σκέφτομαι εκείνα τα πράγματα, συνειδητοποίησα ότι η αρέσκειά μου να παίζω δημόσια προκλήθηκε από μια φυσική επιθυμία να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους πράγματα που αγαπούσα, πράγματα που ήταν σημαντικά και αγαπητά σε εμένα.

Μ.Ρ.: Είναι το κοινό σημαντικό για εσάς τώρα;

Γ.Κ.: Ναι, είναι ζωτικής σημασίας για εμένα. Για αυτούς είναι που κάνω αυτό που κάνω. Δεν μπορώ να το καταλάβω όταν κάποιοι δημοσιογράφοι με ρωτούν «Όταν αρχίζετε να παίζετε ένα κονσέρτο, προσπαθείτε να ξεχάσετε το κοινό;». Πώς θα μπορούσα ποτέ και για ποιο λόγο θα έπρεπε να προσπαθήσω να ξεχάσω το κοινό όταν για αυτούς είναι που πηγαίνω στη σκηνή και παίζω;!

Μ.Ρ.: Έχει αλλάξει η στάση σας απέναντι στο κοινό με το πέρασμα των χρόνων;

Γ.Κ.: Όχι, δεν έχω παρατηρήσει οποιεσδήποτε αλλαγές στον εαυτό μου ως προς αυτό.

Μ.Ρ.: Υπήρξε οποιαδήποτε μετάβαση από τη φάση όπου ήσαστε παιδί θαύμα σε εκείνη όπου είστε ώριμος μουσικός;

Γ.Κ.: Ξέρετε, όταν ήμουν παιδί, πολλοί από τους ακροατές μου, επαγγελματίες μουσικοί, συνήθιζαν να λένε ότι ο όρος «παιδί θαύμα» δεν μου ταίριαζε επειδή έπαιζα σαν ώριμος μουσικός.

Μ.Ρ.: Μελετάτε όλη σας τη ζωή με την ίδια δασκάλα, την Άννα Πάβλοβα Κάντορ. Ποιο είναι το μυστικό της;

Γ.Κ.: Πέρα από το φυσικό ταλέντο και τις ικανότητές της, είναι ένα πρόσωπο πραγματικά αξιοθαύμαστης ακεραιότητας που έχει αφιερώσει όλη της τη ζωή στη διδασκαλία πιάνου. Ποτέ δεν απέκτησε δική της οικογένεια, αλλά δικαίως αυτοαποκαλείται «μητέρα πολλών παιδιών».

Μ.Ρ.: Τι είναι αυτό που γνωρίζει ως δασκάλα που σας ελκύει;

Γ.Κ.: Δεν είναι κάτι που γνωρίζει· πάει πολύ πέρα από αυτό. Πιστεύω ότι οι προσωπικότητές μας απλώς ταίριαξαν εξαιρετικά καλά. Κάνοντας μια ανασκόπηση, συνειδητοποιώ πόσο τυχερός ήμουν ως προς αυτό επειδή είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Μ.Ρ.: Πέρα από τη δασκάλα σας, ποια είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την πρόοδό σας στη μουσική;

Γ.Κ.: Η ίδια η μουσική.

Μ.Ρ.: Έχει υπάρξει καθόλου πρόοδος ή ανάπτυξη στη μουσική;

Γ.Κ.: Η μουσική, όπως όλες οι τέχνες, αναπτύσσεται συνεχώς. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την τέχνη: αν δεν υπάρχει ανάπτυξη, δεν υπάρχει ζωή.

Μ.Ρ.: Πώς έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο κατανοείτε τη μουσική, το δράμα της, από τότε που ήσαστε παιδί;

Γ.Κ.: Όταν ήμουν παιδί, δεν ήταν πράγματι κατανόηση αλλά μάλλον αίσθηση της μουσικής –ή κάποιος θα μπορούσε να πει: διαισθητική κατανόηση. Φυσικά, είναι αδύνατον να παίξεις καλά χωρίς τη φυσική αίσθηση της μουσικής σε οποιαδήποτε ηλικία· όμως καθώς ένα παιδί μεγαλώνει, μόνη η αίσθηση δεν μπορεί να είναι αρκετή.

Μ.Ρ.: Πώς αλλάζουν οι προτιμήσεις σας στο ρεπερτόριο με το πέρασμα των χρόνων;

Γ.Κ.: Δεν νομίζω πως αλλάζουν. Τα γούστα μου ήταν πάντα πολύ ευρέα, όσο μπορώ να θυμηθώ, και πάντα προσπαθώ να διευρύνω το ρεπερτόριό μου σε όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Από την άλλη, ποτέ δεν φέρνω ένα κομμάτι στο κοινό αν δεν νιώθω ότι είμαι ικανός να το παίξω καλά.

Μ.Ρ.: Πώς επιλέγετε νέα κομμάτια;

Γ.Κ.: Αυτό είναι πολύ εύκολο: από τα κομμάτια που μου αρέσουν πολύ –τα οποία είναι πολλά! Εμείς οι πιανίστες είμαστε εξαιρετικά τυχεροί. Το ρεπερτόριο για πιάνο είναι τόσο αχανές, που ελπίζω μόνο να ζήσω αρκετά για να μάθω όλα όσα θέλω να παίξω.

Μ.Ρ.: Πώς προετοιμάζετε ένα νέο έργο;

Γ.Κ.: Δεν υπάρχει ειδική μέθοδος. Απλώς κάθομαι κι αρχίζω να δουλεύω –και μετά η ίδια η μουσική μου λέει τι να κάνω. Τότε, σε μια ορισμένη φάση, αφού έχω διαμορφώσει τη δική μου σύλληψη και μπορώ να την εκτελέσω, αρχίζω να ακούω τις εκτελέσεις του κομματιού από άλλους ανθρώπους και μαθαίνω από αυτούς. Ακόμα κι αν δεν μου αρέσει η εκτέλεση κάποιου άλλου, αυτό επίσης βοηθάει επειδή τότε ξέρω ακόμα καλύτερα τι θέλω να κάνω.

Μ.Ρ.: Είναι οι περιστάσεις της ζωής ενός συνθέτη παράγοντας όταν δουλεύετε πάνω σε ένα νέο κομμάτι;

Γ.Κ.: Για κάποια κομμάτια είναι. Αν είχαν άμεση επιρροή στο κομμάτι –όπως στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Μπετόβεν, για παράδειγμα. Ωστόσο, το πιο σημαντικό πράγμα είναι η ίδια η μουσική.

Μ.Ρ.: Τι θεωρείτε σημαντικό να λάβετε υπόψη σε μια παράσταση;

Γ.Κ.: Το να προσεγγίσω το επίπεδο της μουσικής που παίζω όσο πιο κοντά γίνεται. Φυσικά, μόνο η πιο καλή εκτέλεση μπορεί να το φτάσει κάποιες φορές· όμως παρόλα αυτά, πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε όσο κοντά μας επιτρέπουν οι ταπεινές μας ικανότητες.

{…}

Πηγή: Evgeny Kissin


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου